πεδήορος

πεδήορος
-ον, Α
βλ. πεδάορος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεδάορος — και πεδήορος, ον, Α (αιολ. και δωρ. τ.) αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, ο μετέωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδά* + ηορος / ᾱορος (< ἀείρω [Ι] «σηκώνω»), βλ. λ. μετέωρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”